- -ωπός
- ΝΜΑβ' συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw- «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α' συνθετικό (πρβλ. αρρεν-ωπός, σκυθρ-ωπός). Το β' συνθετικό -ωπός εξελίχθηκε σε παραγωγική κατάλ. στη Νέα Ελληνική (πρβλ. -ώδης), δηλωτική ονομάτων που έχουν την ιδιότητα ή την ομοιότητα με το α' συνθετικό (πρβλ. αγουρ-ωπός, γκριζ-ωπός, πρασιν-ωπόςβλ. και λ. όπωπα).Παραδείγματα σύνθ. σε -ωπός: αγριωπός, αμβλυωπός, αρρενωπός, γλαυκωπός, κυανωπός, μεγαλωπός, ξανθωπός, οινωπός, πυρωπός, σκυθρωπός, στενωπός, φλογωπός, χαρωπός, χρυσωπόςαρχ.αιγωπός, αιθωπός, αιματωπός, αιμωπός, αλαωπός, αλλοιωπός, αλωπός, αμβλωπός, αντωπός, απερωπός, αργωπός, αστερωπός, αστρωπός, αυλωπός, βλοσυρωπός, βορβορωπός, γαλερωπός, γογγυλωπός, γοργωπός, δεινωπός, δολιχωπός, εγχελυωπός, εισωπός, ελικωπός, επιχαρωπός, ευρωπός, ευωπός, ηλιωπός, καλωπός, κατωπός, κελαινωπός, κοιλωπός, κριωπός, μαρμαρωπός, μορμορωπός, μορμυρωπός, μυριωπός, μυσαρωπός, μυωπός, νυκτερωπός, νυκτωπός, οξυωπός, πολυωπός, πυροωπός, ῥοδωπός, σκολιωπός, στερεωπός, στυγερωπός, ταυρωπός, τερατωπός, τηλωπός, υποπυρωπός, φαιδρωπός, φοδερωπός, χιονωπόςνεοελλ.αγουρωπός, αρμυρωπός, αχρωματωπός, γαλαζωπός, γαλανωπός, γκριζωπός, ερυθρωπός, καστανωπός, κιτρινωπός, κοκκινωπός, κυανωπός, μαυρωπός, μελανωπός, νωπός, ξινωπός, πικρωπός, πρασινωπός, στρογγυλωπός.
Dictionary of Greek. 2013.